φιξάρω

φιξάρω
μετ. фото, иск. фиксировать, закреплять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φιξάρω" в других словарях:

  • φιξάρω — φιξάρω, φιξάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιξάρω — Ν 1. (ιδίως σχετικά με χρώμα) σταθεροποιώ κάτι ώστε να μείνει αναλλοίωτο 2. οριστικοποιώ («πρέπει να φιξάρουμε το ραντεβού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιξ + κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek

  • φιξάρω — (λ. γαλλ.), φιξάρισα, φιξαρίστηκα, φιξαρισμένος, μτβ., σταθεροποιώ, μονιμοποιώ, κάνω κάτι σταθερό, αναλλοίωτο, μόνιμο (ιδίως για χρώματα, φωτοτυπίες κ.ά.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιξάρισμα — το, Ν [φιξάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»